νταλιαμάς

νταλιαμάς
ο
βλ. ταλιαμάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταλιαμάς — και νταλιαμάς, ο, Ν ναυτ. το πρόσθιο μέρος τής στείρας τών πλοίων, αυτό που βρίσκεται στην περιοχή τής ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό, αλλ. τάλκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tagliamare «ξύλο τής πλώρης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”